- οφθαλμόρροια
- η мед.1) слезотечение; 2) нагноение глаз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οφθαλμόρροια — η εκροή βλέννας ή πύου από τους οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhee (< οφθαλμός + ρροια < ρέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek